Το πρόγραμμα διασυνοριακής συνεργασίας Interreg IPA II Ελλάδας – Αλβανίας 2014-2020 είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας προγραμματισμού που καθοδηγείται από την «Επιτροπή Κοινού Προγραμματισμού» που συστάθηκε για την προετοιμασία του προγράμματος διασυνοριακής συνεργασίας Interreg IPA II. Η συνολική στρατηγική του προγράμματος διασυνοριακής συνεργασίας Ελλάδας-Αλβανίας 2014-2020 Interreg IPA II για την Αλβανία 2014-2020 είναι να εξευρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην αειφόρο περιφερειακή ανάπτυξη και την ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ τοπικών και περιφερειακών θεσμικών οργάνων, σύμφωνα με τις πολιτικές της ΕΕ και τις εθνικές πολιτικές προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κοινές προκλήσεις μέσω κοινών παρεμβάσεων.
Η βασική ιδέα πίσω από το “INTERREG” είναι ότι οι χώρες αντιμετωπίζουν διάφορα θέματα τα οποία μπορούν να επιλυθούν καλύτερα αν εργαστούν μαζί με τους γείτονες τους παρά αν παραμείνει ο καθένας περιορισμένος στα σύνορα του. Γι’ αυτόν τον λόγο, το Πρόγραμμα προωθεί δραστηριότητες που φέρνουν τους λαούς μας πιο κοντά.
Η επιλέξιμη διασυνοριακή περιοχή καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες IPA II που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 231/2014 όπου μόνο οι περιφέρειες της ονοματολογίας των εδαφικών μονάδων (NUTS) III είναι επιλέξιμες για προγράμματα διασυνοριακής συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 27, στοιχείο (α), με την επιφύλαξη ενδεχόμενων προσαρμογών που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συνοχής και της συνέχειας με τα προγράμματα για την περίοδο 2007-2013. Η επιλέξιμη διασυνοριακή περιοχή καλύπτει έκταση 28.526 km² (17.445 km2 για τη διασυνοριακή περιοχή της Ελλάδας και 11.081 km2 για τη διασυνοριακή περιοχή της Αλβανίας) με συνολικό πληθυσμό 1.339.804 κατοίκους (729.687 κατοίκους για τη διασυνοριακή περιοχή της Ελλάδας και 610.117 κατοίκους για τη διασυνοριακή περιοχή της Αλβανίας) (στοιχεία απογραφής του 2011).
Η επιλέξιμη περιοχή του Διασυνοριακού Προγράμματος INTERREG “Ελλάδα-Αλβανία 2014 – 2020” καλύπτει τις ακόλουθες περιοχές:
Η επιλέξιμη διασυνοριακή περιοχή απλώνεται από το Ιόνιο πέλαγος μέχρι τις λίμνες Πρεσπών. Ειδικότερα, η επιλέξιμη περιοχή του Προγράμματος αποτελείται από τις Περιφερειακές Μονάδες Γρεβενών, Καστοριάς, Φλώρινας, Άρτας, Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Πρεβέζης, Ζακύνθου, Κέρκυρας, Κεφαλληνίας και Λευκάδας στην Ελλάδα και στις Περιφέρειες Vlorë, Gjirokastër, Korçë και Berat στην Αλβανία. Ο τομέας υλοποίησης του έργου αναφέρεται στην περιοχή μελέτης για τη σιδηροδρομική σύνδεση μεταξύ Κρυσταλλοπηγής και Πογραδέκ. Η Κρυσταλλοπηγή βρίσκεται στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, λιγότερο από 50χλμ. από την πόλη της Φλώρινας και περίπου 36χλμ. από την πόλη της Καστοριάς. Βρίσκεται επίσης κοντά στο “Artistotelis Airport” (περίπου 45 χλμ.) που είναι το Εθνικό Αεροδρόμιο της Καστοριάς. Επιπλέον, το Pogradec βρίσκεται στην περιοχή Vlorë κοντά στα σύνορα Αλβανίας-ΠΓΔΜ. Η απόσταση μεταξύ Pogradec και Korçë είναι μικρότερη από 40 χιλιόμετρα. Μέχρι σήμερα η μόνη δυνατότητα μεταφοράς είναι το οδικό δίκτυο.
Τα οφέλη της σιδηροδρομικής σύνδεσης αναμένεται να επηρεάσουν μια έκταση άνω των 300.000 km2 και περισσότερους από 325.447 κατοίκους, χωρίς να συμπεριλαμβάνουν ευρύτερες θετικές επιπτώσεις στις δύο χώρες λόγω της αναμενόμενης αυξημένης οικονομικής δραστηριότητας.
Διαγνωστική Ανάλυση της περιοχής του Προγράμματος
Δημογραφικά και χωρικά πρότυπα, μετανάστευση
Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2011, ο συνολικός πληθυσμός της επιλέξιμης παραμεθόριας περιοχής μειώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία (2001-2011) κατά περίπου 8%. Οι μοναδικές περιφέρειες NUTS III με “καθαρό πληθυσμιακό κέρδος” βρίσκονταν στην παράκτια ελληνική μερίδα και περιλάμβαναν τα Ιωάννινα και τα 4 Ιόνια Νησιά (Κέρκυρα, Λευκάδα, Κεφαλληνία και Ζάκυνθο). Οι περιφέρειες που καταγράφουν τη μεγαλύτερη απώλεια πληθυσμού εντοπίστηκαν στην αλβανική μερίδα, ενώ οι Berat και Gjirokastër κατέγραψαν τις πιο σοβαρές απώλειες πληθυσμού (27% και 36% αντίστοιχα).
Τα αλβανικά δημογραφικά στοιχεία παρουσίασαν σημαντική μεταβλητότητα κατά τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς (δηλαδή μετά το 1989). Μία από τις σημαντικότερες αλλαγές ήταν η αύξηση της κινητικότητας του πληθυσμού, όπως εκδηλώνεται από τις σημαντικές εξωτερικές και εσωτερικές μεταναστευτικές ροές. Κατά την περίοδο 1989-2001 εκτιμάται ότι το 1/5 του πληθυσμού εγκατέλειψε τη χώρα, φαινόμενο που συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του 2001-2011 με ελαφρώς χαμηλότερο ρυθμό (το 16% του συνολικού πληθυσμού μετανάστευσε). Οι σημαντικότερες χώρες προορισμού ήταν η Ελλάδα και η Ιταλία (με το 43% και το 47% των συνολικών μεταναστών αντίστοιχα). Από την πλευρά της επιστροφής, τα στοιχεία της απογραφής κατέδειξαν ότι ένας σημαντικός αριθμός (περίπου 5% του συνολικού πληθυσμού) επαναπατρίστηκε μεταξύ 2001 και 2011. Ο κύριος λόγος αυτής της ροής εισοδήματος ήταν η έλλειψη απασχόλησης στο εξωτερικό (Αναπτυξιακό Ταμείο του Διεθνούς Οργανισμού Αλλοδαπών, Η επανένταξη στην Αλβανία) πιθανότατα σχετίζεται με την πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση. Παρόλο που οι περισσότεροι επαναπατρισθέντες μετανάστες εγκαταστάθηκαν στις κοινότητες προέλευσής τους, η επιστροφή συχνά συνδέεται με τα εσωτερικά κινήματα μετανάστευσης. Για τη διασυνοριακή επιλέξιμη περιοχή, οι σημαντικότερες εσωτερικές κινήσεις μετανάστευσης – όπως τεκμηριώνονται από τα στοιχεία απογραφής του 2011 – ήταν:
Οι περιφέρειες που καταγράφουν τις μεγαλύτερες απώλειες πληθυσμού στην εσωτερική μετανάστευση ήταν οι Gjirokastër και Berat (με απώλειες πληθυσμού 21% και 16% αντίστοιχα).
Στην ελληνική διασυνοριακή περιοχή, οι απώλειες πληθυσμού ήταν οριακές, κυμαινόμενες από 0,2% (Φλώρινα) έως 5,4% (Γρεβενά) και επικεντρώθηκαν στις περιοχές της ενδοχώρας. Συσχετίζονταν κυρίως με τη μακροπρόθεσμη τάση της εσωτερικής μετανάστευσης των νεότερων ατόμων στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της χώρας που αναζητούσαν απασχόληση. Οι περιοχές που πλήττονται κυρίως από την ερήμωση ήταν οι Γρεβενά και Άρτα. Η σύνθεση της διασυνοριακής δημογραφικής ηλικίας εξακολουθεί να παρουσιάζει σοβαρό πρόβλημα γήρανσης. Τα ποσοστά εξάρτησης των ηλικιωμένων και στις δύο χώρες έχουν επιδεινωθεί κυρίως λόγω της μείωσης του νεότερου πληθυσμού.
Γεωγραφία και Περιβάλλον
Η επιλέξιμη περιοχή συνδυάζει μεγάλη ποικιλία γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών: ψηλά βουνά, λόφους, κοιλάδες και μικρές πεδιάδες, μεγάλη παράκτια γραμμή και σημαντικό αριθμό νησιών (μικρών και μεγάλων), ποταμών, λιμνών και λιμνοθαλασσών. Το κλίμα της περιοχής επηρεάζεται από την ποικίλη ανακούφιση και κυμαίνεται από τη Μεσόγειο στις παράκτιες ζώνες έως το αλπικό στην ενδοχώρα. Χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα βροχοπτώσεων (σαφώς πάνω από τους αντίστοιχους εθνικούς μέσους όρους), πλούσια βλάστηση – αποτελούμενη κυρίως από κωνοφόρα είδη – και πλούσια πανίδα (όπως αρκούδες, λύκοι, αλεπούδες, ελάφια και λύγκα).
Τα βουνά της διασυνοριακής περιοχής – τα βουνά της Πίνδου – αποτελούν επέκταση των αλπών των Δηνάριων. Τα υψόμετρα κυμαίνονται στα 2.637 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (Σμόλικας, κοντά στα Ιωάννινα). Η αφθονία των πόρων των επιφανειακών υδάτων έχει καταστήσει την περιοχή σημαντική πηγή υδροηλεκτρικής ενέργειας και για τις δύο χώρες, παρόλο που το πλήρες δυναμικό δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί. Ο σημαντικότερος διασυνοριακός ποταμός είναι ο Αώος (και ο παραπόταμος Δρίνος), ο οποίος προέρχεται από την οροσειρά της Βόρειας Πίνδου, ρέει για 70 χλμ. μέσω ελληνικής επικράτειας και για 190 χλμ. μέσω αλβανικής επικράτειας και ρέει προς την Αδριατική θάλασσα, πόλη της Vlorë. Η σημαντικότερη διασυνοριακή λίμνη είναι η λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας, με έκταση 281,7 km2, η οποία μοιράζεται μεταξύ Αλβανίας (18%), Ελλάδας (14%) και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (68%). Υπάρχουν διμερείς συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος και των διασυνοριακών ζητημάτων γλυκού νερού. Οι κύριες πηγές ρύπανσης των διασυνοριακών υδάτινων πόρων περιλαμβάνουν τη γεωργία και την υδατοκαλλιέργεια, τα αστικά λύματα και – για την αλβανική πλευρά – την άντληση πετρελαίου. Στον τομέα της ποιότητας των υδάτων, η εφαρμογή της απαλλαγής παραμένει σε πολύ πρώιμο στάδιο στην Αλβανία. Η συγκεντρωτική συλλογή λυμάτων υπάρχει μόνο στις μεγαλύτερες πόλεις. Στο παρόν στάδιο λειτουργούν τέσσερις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων – δύο από τις οποίες (Pogradec και Korçë) βρίσκονται στη διασυνοριακή περιοχή – ενώ άλλες τρεις εγκαταστάσεις έχουν ολοκληρωθεί αλλά δεν λειτουργούν ακόμη (συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών μονάδων Vlorë και Saranda) και δύο ακόμη υπό κατασκευή και αρκετές άλλες υπό σχεδιασμό. Οι τρέχουσες χρηματοδοτικές και ανθρώπινες επενδύσεις δεν επαρκούν για τη διασφάλιση της σωστής λειτουργίας και συντήρησης των υφιστάμενων εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων, ενώ η ικανότητα των δημόσιων εταιρειών ύδρευσης να διαχειρίζονται βασικές υπηρεσίες για την παροχή ασφαλούς πόσιμου νερού και επεξεργασίας λυμάτων είναι αδύναμη. Εν τω μεταξύ, στην ελληνική επικράτεια, όλες τα αστικά συγκροτήματα με πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων καλύπτονται επί του παρόντος από συστήματα επεξεργασίας λυμάτων. Υπάρχουν 21 μονάδες επεξεργασίας λυμάτων που λειτουργούν σήμερα και καλύπτουν το 70% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής.
Η διαχείριση αποβλήτων εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή αιτία ανησυχίας στην Αλβανία. Ο διαχωρισμός των στερεών αποβλήτων δεν έχει ακόμη αρχίσει – με λίγες εξαιρέσεις – και τα ποσοστά ανακύκλωσης είναι πολύ χαμηλά. Οι δήμοι έχουν πολύ αδύναμη ικανότητα διαχείρισης των αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένου του τελικού προορισμού. Τα περισσότερα από τα απορρίμματα παραμένουν ακόμα αβλαβή σε νόμιμες και παράνομες χωματερές ή καμένες. Μέχρι στιγμής λειτουργούν μόνο δύο υγειονομικοί χώροι υγειονομικής ταφής που πληρούν τα πρότυπα της ΕΕ και έχουν κατασκευαστεί πρόσφατα τρεις ακόμη (μία εκ των οποίων για βιομηχανικά απόβλητα), όλες στη Βόρεια Αλβανία. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν υγειονομικοί χώροι υγειονομικής ταφής στη διασυνοριακή περιοχή, αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη η κατασκευή ενός χώρου υγειονομικής ταφής στην Κόρτσα. Δεν υπάρχουν ακόμη εγκαταστάσεις για επικίνδυνα, ιατρικά και κατασκευαστικά απόβλητα. Για την ελληνική περιοχή, τα στερεά απόβλητα διαχειρίζονται σύμφωνα με τα Περιφερειακά Σχέδια Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων. Υπάρχουν 9 υγειονομικοί χώροι υγειονομικής ταφής, εκ των οποίων ένας (χώρος υγειονομικής ταφής Νότια Κέρκυρα) κατασκευάστηκε πρόσφατα.
Όσον αφορά την αλλαγή του κλίματος, η Αλβανία προσφάτως προσδιόρισε 13 σταθερές εγκαταστάσεις με σκοπό τη μελλοντική εφαρμογή ενός συστήματος εμπορίας εκπομπών, αλλά επί του παρόντος στερείται συνολικής εθνικής πολιτικής και στρατηγικής για το κλίμα. Στην Ελλάδα υπάρχει Εθνική Στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από το 2003, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη τα Εθνικά / Περιφερειακά Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων (σύμφωνα με την απόφαση 1313/2013 / ΕΕ) και τα Λεπτομερή Σχέδια διαχείρισης πλημμυρών (ανά λεκάνη απορροής ποταμού). Οι κατολισθήσεις, οι δασικές πυρκαγιές, οι εποχιακές πλημμύρες και οι χιονοστιβάδες είναι οι κύριοι φυσικοί κίνδυνοι.
Όσον αφορά τους επιβλαβείς ατμοσφαιρικούς ρύπους PM10, σύμφωνα με τις μετρήσεις στους σταθμούς μέτρησης στην Κοζάνη και τη Φλώρινα, η μέση ετήσια τιμή των ΑΣ10 το 2014 δεν έχει υπερβεί την οριακή τιμή των 40 μg / m3. Επιπρόσθετα, η μέση ημερήσια τιμή στην Κοζάνη δεν υπερέβη την οριακή τιμή των 50 μg / m3 περισσότερο από 35 φορές το ημερολογιακό έτος, ενώ στην Φλώρινα αυτή η τιμή ξεπέρασε τις 76 φορές το ημερολογιακό έτος. Όσον αφορά το NO2, η μέση ετήσια τιμή του NO2 το 2014 δεν υπερέβη την οριακή τιμή των 40 μg / m3. Επιπλέον, η μέση ωριαία τιμή τόσο στην Κοζάνη όσο και στη Φλώρινα δεν υπερβαίνει την οριακή τιμή των 200 μg / m3, η οποία δεν πρέπει να ξεπεράσει περισσότερο από 18 φορές το ημερολογιακό έτος.
Όσον αφορά τη διαχείριση και τον εφοδιασμό των υδάτινων πόρων, η συμμόρφωση με την οδηγία πλαίσιο της ΕΕ για το νερό (WFD 2000/60 / EC) είναι υποχρεωτική για την Ελλάδα. Σύμφωνα με το άρθρο 18 (οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα), η Επιτροπή δημοσίευσε έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της. Ειδικές εκτιμήσεις για την Ελλάδα δημοσιεύονται επίσης. Η αξιολόγηση δείχνει ότι όσον αφορά τα RBMP υπάρχουν ακόμη μειονεκτήματα που εντοπίστηκαν στην ποιοτική ανάλυση, κυρίως λόγω της έλλειψης δεδομένων, της κεντρικής δημόσιας διοίκησης, των διαφορών στις μεθοδολογικές προσεγγίσεις για τη χρηματοοικονομική ανάλυση και των διαφόρων αρχών που εμπλέκονται στη διαδικασία αυτή. Η Αλβανία ενθαρρύνεται να επωφεληθεί από το δίκτυο περιφερειακής προσχώρησης για το περιβάλλον και το κλίμα (ECRAN) και την ομάδα εργασίας 2 – νερό, η οποία επικεντρώνεται στην παροχή βοήθειας για την ανάπτυξη διασυνοριακών σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών. Τα καθήκοντα αυτά έχουν οριζόντιο χαρακτήρα και υλοποιούνται σε συνεργασία με άλλες ομάδες εργασίας που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο του Περιβαλλοντικού Συστήματος του ECRAN.
Ενέργεια
Στην Αλβανία σημειώθηκε κάποια πρόοδος στον τομέα της ενέργειας. Η παραγωγική ικανότητα ηλεκτρικής ενέργειας βελτιώθηκε με τη λειτουργία από το Σεπτέμβριο του 2012 της νέας υδροηλεκτρικής μονάδας Ashta (κοντά στα βόρεια σύνορα). Επί του παρόντος υπάρχουν 9 υδροηλεκτρικά εργοστάσια, μόνο ένα από τα οποία βρίσκεται στη διασυνοριακή περιοχή: εργοστάσιο BistricaI (κοντά στη Saranda). Έχουν σημειωθεί κάποιες βελτιώσεις όσον αφορά την παροχή ενέργειας, αλλά η διαφοροποίηση των πηγών ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να λείπει. Η Αλβανία παραμένει υπερβολικά εξαρτημένη από την υδροηλεκτρική ενέργεια και είναι ευάλωτη στις υδρολογικές συνθήκες. Στην ελληνική διασυνοριακή πλευρά υπάρχουν 12 μικρές υδροηλεκτρικές μονάδες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από θερμοηλεκτρικές μονάδες, όπως το εργοστάσιο στο Αμύνταιο (Φλώρινα). Το 13,60% του συνόλου της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα προέρχεται από ορυκτά καύσιμα (50% λιγνίτη και 10% πετρέλαιο).
Ο αλβανικός νόμος για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εγκρίθηκε πρόσφατα, αλλά εξακολουθεί να λείπει η εφαρμογή της νομοθεσίας, καθώς και η νομοθεσία για την ενεργειακή απόδοση. Επιπλέον, καθυστερεί η εφαρμογή του εθνικού σχεδίου δράσης για την ενεργειακή απόδοση. Κατά συνέπεια, δεν σημειώνεται πρόοδος στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια. Από την ελληνική διασυνοριακή πλευρά, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας χρηματοδοτήθηκαν στο παρελθόν τόσο από εθνικές όσο και από περιφερειακές πρωτοβουλίες, καθώς και δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας για δημόσια κτίρια, επιχειρήσεις και ιδιωτικές κατοικίες.
Προσβασιμότητα και μεταφορά
Λόγω της γεωγραφικής θέσης και των δύσκολων γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών, η ενδοχώρα της διασυνοριακής περιοχής χαρακτηρίζεται από χαμηλή ποιότητα και πυκνότητα υποδομής. Η προσβασιμότητα παρέχεται κυρίως από το περιφερειακό οδικό δίκτυο, το οποίο ακολουθεί την τοπογραφία των κοιλάδων, ποταμών και των ορεινών περασμάτων, αφήνοντας έτσι τις μικρότερες εσωτερικές περιοχές σχετικά απομονωμένες. Η διαθεσιμότητα του οδικού δικτύου είναι επίσης προβληματική καθώς ορισμένες συνδέσεις κλείνουν σε εποχική βάση, λόγω χιονοπτώσεων, βροχοπτώσεων και / ή χειμάρρων. Όλες οι αερολιμενικές υποδομές βρίσκονται στην ελληνική πλευρά της διασυνοριακής περιοχής (Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος και Καστοριά) και εξυπηρετούν τόσο τις εσωτερικές όσο και τις διεθνείς πτήσεις (τακτικές και χάρτες). Οι θαλάσσιες λιμένες υπάρχουν και στις δύο πλευρές των συνόρων, αλλά κυρίως στην ελληνική πλευρά. Οι σημαντικότεροι διασυνοριακοί λιμένες περιλαμβάνουν:
• τα λιμάνια της Vlorë και της Saranda στην Αλβανία
• τα λιμάνια της Κέρκυρας, της Ηγουμενίτσας, της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου στην Ελλάδα.
Η αποκατάσταση της υποδομής και της υπερκατασκευής (π.χ. των γερανών φόρτωσης) των θαλάσσιων λιμένων Vlorë και Saranda θα ενισχύσει τη συνεργασία και την ολοκλήρωση στα περιφερειακά λιμενικά συστήματα της Αδριατικής και της Ευρώπης.
Ο σιδηροδρομικός τομέας είναι σχεδόν ανύπαρκτος στη διασυνοριακή περιοχή με ένα μικρό μόνο τμήμα που συνδέει τη Φλώρινα με τη Θεσσαλονίκη, με αμελητέα σημασία για την περιοχή. Τέλος, ο έλεγχος των συνόρων, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού των συνοριακών διαβάσεων, βελτιώνεται συνεχώς.
Επικοινωνία
Η Ελλάδα και η Αλβανία σημείωσαν σημαντική πρόοδο στις τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα όσον αφορά τη συνδεσιμότητα στο διαδίκτυο και την κινητή τηλεφωνία. Στην Αλβανία η κατάσταση βελτιώθηκε δραστικά κατά τη δεκαετία 2001-2010, ιδίως όσον αφορά την κινητή τηλεφωνία, η οποία έχει τετραπλασιάσει τη χρήση της από το 2002 έως το 2010 και τη χρήση του Διαδικτύου (μεταξύ άλλων μέσω κινητών δικτύων), η οποία έχει αυξηθεί 10 φορές από το 2005. Ωστόσο, τα επίπεδα ιδιοκτησίας υπολογιστών και οι συνδέσεις στο διαδίκτυο στο σπίτι παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα. Η μεγαλύτερη ευρυζωνική σύνδεση στην Αλβανία είναι διαθέσιμη γύρω από τα Τίρανα και στο δυτικό τμήμα της χώρας. Στη διασυνοριακή περιοχή, η κατάσταση φαίνεται να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό, καθώς ορισμένες περιφέρειες φαίνεται να παρουσιάζουν καλύτερες από τις εθνικές μέσες στατιστικές (π.χ. Gjirokastër για σταθερή ευρυζωνική σύνδεση και Berat για κινητή ευρυζωνικότητα) και κάποιες χειρότερες (π.χ. Korçë). Ωστόσο, τα δεδομένα προέρχονται από μια “Living Standard Measurement Survey 2012” και μπορεί να είναι αναξιόπιστα σε αυτό το επίπεδο γεωγραφικής συνάθροισης.
Η ελληνική διασυνοριακή περιοχή δεν διαφέρει σημαντικά από τους εθνικούς μέσους όρους της χρήσης. Όσον αφορά την ευρυζωνική κάλυψη, η διασυνοριακή περιοχή συγκρίνεται με τα εθνικά και τα ευρωπαϊκά πρότυπα με τη Φλώρινα, την Καστοριά, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και τη Ζάκυνθο, προσφέροντας 100% σταθερή κάλυψη και την Καστοριά που προσφέρει καλύτερο από το εθνικό μέσο όρο κάλυψης για δίκτυα επόμενης γενιάς. Ως εκ τούτου, οι συνθήκες στον τομέα των επικοινωνιών στη διασυνοριακή περιοχή είναι αρκετά διαφορετικές: το αλβανικό τμήμα καθυστερεί στην απαραίτητη υποδομή και την πιο σύγχρονη τεχνολογία, ενώ στο ελληνικό τμήμα αποτελεί βασική πρόκληση η αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδομής.
Οικονομία
Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης που πλήττεται από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η οποία – σε συνδυασμό με τις δραστικές περικοπές των δημοσίων δαπανών που συμφωνήθηκαν ως προϋπόθεση για τη δημοσιονομική διάσωση – οδήγησαν σε υψηλά επίπεδα ανεργίας. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 23% μεταξύ 2008 και 2013. Αντίθετα, η αλβανική οικονομία συνέχισε την πορεία ανάπτυξής της, μολονότι με βραδύτερο ρυθμό. Ωστόσο, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Αλβανίας (Instat) και πάνω από 4%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Διεθνών Οργανισμών (π.χ. της Παγκόσμιας Τράπεζας), το ποσοστό αυτό παραμένει πάνω από 5% ετησίως. Στη διασυνοριακή περιοχή:
• Η πρόσφατη οικονομική κρίση οδήγησε την τοπική οικονομία σε ύφεση από την ελληνική πλευρά και επιβράδυνε τους ρυθμούς ανάπτυξης στο αλβανικό τμήμα. Η συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της διασυνοριακής περιοχής μειώθηκε σχεδόν κατά 10% μεταξύ 2009 και 2011 (με το ελληνικό τμήμα να χάνει 12% της συνολικής ΑΠΑ, ενώ το αλβανικό τμήμα αυξήθηκε κατά 8,2%).
• Η γεωργία αποδείχθηκε ο πιο ανθεκτικός τομέας της τοπικής οικονομίας αυξάνοντας την ΑΠΑ της κατά 3,2%. Οι αλβανικές περιφέρειες είναι οι πιο δυναμικές γεωργικές περιοχές (αύξηση της ΑΠΑ κατά 12,6% την ίδια περίοδο).
• Η κατασκευή είναι ο υποτομέας που επηρεάζεται περισσότερο από την κρίση. Οι ελληνικές περιφέρειες χτυπήθηκαν ιδιαίτερα (χάνοντας το 52,3% της ΑΠΑ μεταξύ 2009 και 2011) ενώ οι αλβανικές περιοχές υπέστησαν απώλεια περίπου 17%.
Οικονομικό προφίλ και χαρακτηριστικά ανά τομέα
Το τομεακό προφίλ της επιλέξιμης διασυνοριακής περιοχής δεν έχει υποστεί καμία σημαντική μεταβολή κατά τα τελευταία έτη, όπως καταγράφηκε από τα στοιχεία της Instat και της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της Eurostat σε επίπεδο NUTS, εξαιρουμένης της μικρής επέκτασης του τριτογενούς τομέα (από 71% συνολική ΑΠΑ το 2007 σε 74% το 2011), κυρίως εις βάρος του δευτερογενούς τομέα (και ειδικότερα του υποτομέα κατασκευών, ο οποίος υποχώρησε από το 11% της συνολικής ΑΠΑ το 2007 σε 4% το 2011). Η ελληνική διασυνοριακή περιοχή είναι σημαντικά λιγότερο γεωργική (5,9% της ελληνικής διασυνοριακής ΑΕΠ 2011) και περισσότερο προσανατολισμένη προς τις υπηρεσίες (77,7% της ελληνικής διασυνοριακής ΑΕΠ 2011) από την αλβανική διασυνοριακή περιοχή (30,6% και 49,3% αντίστοιχα) ενώ στο δευτερογενή τομέα η μόνη αξιοσημείωτη διαφοροποίηση είναι ότι η Αλβανία είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην κατασκευή (7,9% της ΑΠΑ, ενώ στο ελληνικό τμήμα το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόνο 4%). Δεν υπάρχουν συνεκτικά στατιστικά στοιχεία που να καλύπτουν ολόκληρη τη διασυνοριακή περιοχή για τον τομέα του τουρισμού, αλλά θεωρείται στρατηγικής σημασίας. Τέλος, η συνολική ακαθάριστη παραγωγικότητα της εργασίας στη διασυνοριακή περιοχή είναι σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ28 (περίπου 25%) και παρουσιάζει υψηλές διαφορές μεταξύ των ελληνικών (32.384 ευρώ ανά εργαζόμενο) και των Αλβανών (23.783 ευρώ ανά μέσο όρο).
Τουρισμός και πολιτιστική κληρονομιά
Οι πιο ανεπτυγμένες τουριστικές περιοχές είναι τα Ιόνια Νησιά, τα οποία συγκεντρώνουν πάνω από το 80% των καταλυμάτων του ελληνικού διασυνοριακού τμήματος με μόνο την Κέρκυρα συγκεντρώνοντας το 53,54% των καταλυμάτων και την ακτή της Ηπείρου που συγκεντρώνει το 16% εγκαταστάσεων. Στο αλβανικό τμήμα, ο τουρισμός δεν είναι τόσο ανεπτυγμένος – όπως δείχνει η σχετικά χαμηλή ΑΠΑ στο R1_NACE “Χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ξενοδοχεία και εστιατόρια, μεταφορά”. Το αλβανικό τμήμα αντιπροσωπεύει μόνο το 7% της ΑΠΑ που παράγεται στη διασυνοριακή περιοχή ενώ η Κέρκυρα παράγει σχεδόν το 25% της συνολικής ΑΠΑ, τα Ιωάννινα κοντά στο 20% και η Ζάκυνθος περισσότερο από το 10%. Ακόμα οι περιοχές της Vlora, της Sarande και της Berat έχουν γίνει δημοφιλείς, προσελκύοντας συνεχώς αυξανόμενο αριθμό κυρίως εγχώριων επισκεπτών. Η επιλέξιμη διασυνοριακή περιοχή χαρακτηρίζεται από μοναδική και ποικίλη πολιτιστική κληρονομιά που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την τουριστική ανάπτυξη. Στο αλβανικό τμήμα υπάρχουν 2 περιοχές στον κατάλογο της UNESCO για την Παγκόσμια Κληρονομιά (και 4 στον προσωρινό κατάλογο):
• Ο αρχαιολογικός χώρος του Butrint, κοντά στην πόλη της Σαράντα – που κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους – υπήρξε ελληνική αποικία, ρωμαϊκή πόλη, απέκτησε ευημερία υπό βυζαντινή διοίκηση, καταλήφθηκε από τους Βενετούς και εγκαταλείφθηκε τελικά αργά Ο Μεσαίωνας μετά από βάλτους που σχηματίστηκαν στην περιοχή. Ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος είναι ένα αποθετήριο ερειπίων που αντιπροσωπεύουν κάθε περίοδο στην ανάπτυξη της πόλης.
• Τα ιστορικά κέντρα Berat και Gjirokastra είναι καλά διατηρημένα παραδείγματα τυπικής οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Το Berat διαθέτει ένα κάστρο, γνωστό τοπικά ως Κάλα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου χτίστηκε τον 13ο αιώνα, αν και η καταγωγή του χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.Χ. Η περιοχή της ακρόπολης αριθμεί πολλές βυζαντινές εκκλησίες, κυρίως από τον 13ο αιώνα, καθώς και διάφορα τεμένη που χτίστηκαν κατά την οθωμανική εποχή. Το Gjirokastra διαθέτει μια σειρά εξαιρετικών διώροφων κατοικιών που αναπτύχθηκαν τον 17ο αιώνα. Η πόλη διατηρεί επίσης ένα παζάρι, ένα τζαμί του 18ου αιώνα και δύο εκκλησίες της ίδιας περιόδου.
Στο ελληνικό διασυνοριακό τμήμα υπάρχει ένας τόπος στον κατάλογο της UNESCO για την Παγκόσμια Κληρονομιά (και 5 στον προσωρινό κατάλογο):
• Η παλιά πόλη της Κέρκυρας, στο νησί της Κέρκυρας, βρίσκεται σε στρατηγική θέση στην είσοδο της Αδριατικής και έχει τις ρίζες της τον 8ο αιώνα π.Χ. Τα τρία οχυρά της πόλης, σχεδιασμένα από διάσημους Βενετούς μηχανικούς, χρησιμοποιήθηκαν για τέσσερις αιώνες για να υπερασπιστούν τα εμπορικά συμφέροντα της Δημοκρατίας της Βενετίας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το κυρίως νεοκλασικό απόθεμα κατοικιών της Παλιάς Πόλης είναι εν μέρει από την Ενετική περίοδο, εν μέρει αργότερα, κυρίως τον 19ο αιώνα. Ως εμπλουτισμένο μεσογειακό λιμάνι, το αστικό και λιμενικό σύνολο της Κέρκυρας είναι αξιοσημείωτο για το υψηλό επίπεδο ακεραιότητας και αυθεντικότητας.
Η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί παραδοσιακά τη βάση για τη διασυνοριακή συνεργασία. Σήμερα η διασυνοριακή συνεργασία επικεντρώνεται στους χώρους ελληνορωμαϊκής και βυζαντινής κληρονομιάς, καθώς και σε πτυχές της άυλης κοινής κληρονομιάς (όπως λαϊκή τέχνη, λαϊκή μουσική κλπ.). Η Αλβανία υιοθέτησε επίσης μια Πολιτιστική Στρατηγική Μάρκετινγκ (UNDP 2010), ενώ η ελληνική περιφέρεια της Ηπείρου έχει αναπτύξει ένα Ολοκληρωμένο Εργαλείο Εδαφικών Επενδύσεων Πολιτισμού-Τουρισμού. Παρά τις πολυάριθμες και πλούσιες φυσικές και πολιτιστικές πηγές και τις διάφορες πολιτικές, η διασυνοριακή περιοχή στερείται οργανωμένου σχεδίου διαχείρισης για την ανάπτυξη ήπιων τουριστικών προϊόντων (όπως ο οικολογικός τουρισμός, ο θρησκευτικός τουρισμός κλπ.) Και ως εκ τούτου το κύριο τουριστικό προϊόν παραμένει ” ήλιος, θάλασσα & άμμος” τουρισμός. Αντίθετα, ο ναυτικός τουρισμός (κρουαζιέρες και ιστιοπλοΐα) είναι μια αναπτυσσόμενη βιομηχανία στην περιοχή, με την Κέρκυρα να αποτελεί το κύριο διασυνοριακό λιμάνι κρουαζιέρας, καταλαμβάνοντας την 3η υψηλότερη κατάταξη στην επιβατική κίνηση στο κρουαζιερόπλοιο της Αδριατικής (Βενετία και Ντουμπρόβνικ 1η και 2η θέση). Στον υποτομέα ιστιοπλοΐας / σκάφος υπάρχουν ισχυρές πελατοκεντρικές τάσεις σε ολόκληρη την περιοχή της Αδριατικής (πάνω από 50% ετησίως για τα τελευταία δύο χρόνια). Υπάρχουν 8 κύριες μαρίνες που βρίσκονται στο ελληνικό διασυνοριακό τμήμα (Κέρκυρα, Κεφαλληνία, Λευκάδα και Πρέβεζα) και ένα στην Αλβανία (Vlorë).
Έρευνα και Καινοτομία
Σε εθνικό επίπεδο, η Αλβανία σημείωσε πρόσφατα σημαντική πρόοδο στη στρατηγική και επιχειρησιακή διαχείριση των προγραμμάτων έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης. Ο αριθμός των προτάσεων έργων που υπέβαλαν ερευνητικά ιδρύματα της Αλβανίας σε προγράμματα της ΕΕ και των διεθνών προγραμμάτων, καθώς και οι δημόσιες δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης (Ε & Α) αυξάνονταν συνεχώς. Παρά ταύτα, το επίπεδο των επενδύσεων στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλό, η έρευνα και ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ περιορισμένη και η συνεργασία Πανεπιστημίου-Βιομηχανίας συγκαταλέγεται στις χαμηλότερες θέσεις στον κόσμο. Επιπλέον, λόγω της έλλειψης αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων, εξακολουθεί να είναι δύσκολο είτε να καθοριστεί το ποσοστό επενδύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη ως μερίδιο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (που είναι περίπου 0,35% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος) είτε να τεκμηριωθεί η περιφερειακή επίπτωσή του / Χαρακτηριστικά. Από την ελληνική πλευρά, η περιφερειακή επιστημονική εξειδίκευση της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας είναι περισσότερο σύμφωνη με τα παραγωγικά συστήματα τους από ό, τι οι περισσότερες ελληνικές περιφέρειες. Τα κύρια πεδία της επιστημονικής δραστηριότητας είναι:
• Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων: φυσικές επιστήμες, επιστήμες ιατρικής και υγείας, γεωργικές επιστήμες.
• ΤΕΙ Ηπείρου: φυσικές επιστήμες, γεωργικές επιστήμες και
• Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας: φυσικές επιστήμες, μηχανική και τεχνολογία (σε τομείς όπως η παραγωγή ενέργειας, οι καθαρές ενεργειακές τεχνολογίες, το υδρογόνο και οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας, η εξοικονόμηση ενέργειας και οι σχετικές με το περιβάλλον τεχνολογίες).
Τα κύρια πεδία της επιστημονικής δραστηριότητας στην περιοχή των Ιονίων Νήσων είναι:
• Ιόνιο Πανεπιστήμιο: φυσικές και κοινωνικές επιστήμες
• ΤΕΙ Ιωνίας: Ιατρικές και φυσικές επιστήμες.
Στο αλβανικό τμήμα υπάρχουν τρία πανεπιστήμια με τις ακόλουθες ειδικότητες:
• Πανεπιστήμιο της Κορκ (Fan S. Noli): γεωργία, εκπαίδευση, οικονομία.
• Το Πανεπιστήμιο της Vlora (Ismail Qemali) είναι το μεγαλύτερο από τα τρία πανεπιστήμια και προσφέρει: οικονομικά, ανθρωπιστικές επιστήμες, δημόσια υγεία και τεχνικές επιστήμες.
Οι περιφέρειες της Ηπείρου και της Ιωνίας πλήττονται από πολύ περιορισμένη έλλειψη συμμετοχής στο σύμπλεγμα, ενώ η Δυτική Μακεδονία απολαμβάνει μεγάλη δραστηριότητα συμπλέγματος αλλά κυρίως σε τομείς που δεν σχετίζονται με την έρευνα και την ανάπτυξη (δερμάτινα, γεωργικά και γεωργικά προϊόντα, και την ενέργεια). Και οι τρεις ελληνικές περιφέρειες παρουσιάζουν σχεδόν ανύπαρκτη έρευνα και ανάπτυξη που χρηματοδοτείται από επιχειρήσεις και χαμηλό επίπεδο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (με τη Δυτική Μακεδονία να καταγράφει τις χαμηλότερες δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης στη χώρα) και τα χαμηλά επίπεδα ανθρώπινου δυναμικού στην επιστήμη και την τεχνολογία (HRST) .
Στην περιοχή της Ηπείρου, ο τομέας της μεταποίησης κυριαρχείται από παραδοσιακές βιομηχανίες (μικρές, οικογενειακές και περιορισμένες δυνατότητες εξαγωγών), ενώ οι Ιόνιοι Νήσοι και Δυτική Μακεδονία παρουσιάζουν ισχυρές τομεακές εξειδικεύσεις (τουρισμού και ενέργειας αντίστοιχα) αλλά χαμηλές διασυνδέσεις με διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Συνολικά, οι περιφέρειες της Ηπείρου και των Ιωνίων χαρακτηρίζονται από τον Ευρωπαϊκό Πίνακα Επιδόσεων Περιφερειακής Καινοτομίας ως μέτρια-μεσαία καινοτομία (χαμηλότερη βαθμολογία), ενώ η Δυτική Μακεδονία χαρακτηρίζεται ως καινοτόμος μεσαίου μεγέθους. Η “έξυπνη εξειδίκευση” είναι μια νέα ιδέα που εισήχθη πρόσφατα στην Αλβανία κατά την ανάπτυξη της Περιφερειακής Στρατηγικής Έρευνας και Ανάπτυξης των Δυτικών Βαλκανίων (Οκτώβριος 2013), η οποία χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με τη στρατηγική αυτή, η Αλβανία εμφανίζει αρκετές ελλείψεις, όπως: σοβαρές «διαρροές εγκεφάλων», ανεπαρκής υποδομή έρευνας και ανάπτυξης (επιστημονική και επικοινωνιακή υποδομή) και αδύναμη επιστημονική απόδοση (όπως μετράται με επιστημονικές αναφορές). Οι επιστήμες της Γης και των Πλανητικών Επιστημών, η Επιστήμη του Περιβάλλοντος και η Ανοσολογία και η Μικροβιολογία είναι οι επιστημονικές περιοχές με τον υψηλότερο Δείκτη Σχετικής Ειδίκευσης (δηλαδή το εξειδικευμένο δυναμικό), ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας αφορούν φαρμακευτικά και καλλυντικά. Η Αλβανία δεν διαθέτει στρατηγική “έξυπνης εξειδίκευσης”. Αντίθετα, και οι τρεις ελληνικές περιφέρειες που συμμετέχουν στη διασυνοριακή περιοχή έχουν αναπτύξει πρόσφατα στρατηγικές “έξυπνης εξειδίκευσης” σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τα ταμεία ESI. Οι προτεραιότητες / οι αγορές-στόχοι για τις τρεις περιφέρειες σύμφωνα με τη στρατηγική RIS3 έχουν ως εξής:
• Ήπειρος: τομέας γεωργικών προϊόντων διατροφής, γαστρονομία και υδατοκαλλιέργεια, τουρισμός / πολιτισμός / δημιουργική οικονομία, διασυνδέσεις μεταξύ Ε & Α και παραγωγής / ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού / νέων επιχειρηματιών, ανάπτυξη ΤΠΕ και οικονομία βασισμένη στην υγεία / ευεξία.
• Ιόνια Νησιά: τομέας γεωργικών τροφίμων και γαστρονομίας, μπλε ανάπτυξη (αλιεία, υδατοκαλλιέργεια, θαλάσσιος τουρισμός), τουρισμός / πολιτισμός / δημιουργική οικονομία, οριζόντιες δράσεις για την προώθηση των ΤΠΕ / πράσινη οικονομία / κοινωνική επιχειρηματικότητα, «έξυπνη ολοκληρωμένη εδαφική ανάπτυξη».
• Δυτική Μακεδονία: προώθηση της Ε & Α, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ΜΜΕ, οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Αγορά εργασίας
Όλοι οι δείκτες που σχετίζονται με την απασχόληση στη διασυνοριακή περιοχή είναι κάτω από τους μέσους όρους της ΕΕ-28. Τα ποσοστά απασχόλησης στη διασυνοριακή περιοχή είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ-28 (ενδεικτικά 62,2% το 2011):
• Στο αλβανικό τμήμα: από 35% έως 39%
• Στο ελληνικό μέρος: από 50% έως 59%.
Η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη για τους νέους, με την ανεργία των νέων να κυμαίνεται το 2011 από 40,6% (Berat) έως 52% (Korçë) στο αλβανικό τμήμα (πάνω από το διπλάσιο του εθνικού μέσου όρου 21,9%) και από 26% σε 53% (Δυτική Μακεδονία) στο ελληνικό τμήμα, όταν οι αντίστοιχοι αριθμοί ΕΕ-28 είναι 21,4% και ο μέσος όρος της Ελλάδας είναι 44,4%. Η πρόσφατη αύξηση των ποσοστών ανεργίας στο ελληνικό τμήμα δημιουργεί οξείες συνθήκες ακραίας φτώχειας που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Από την άλλη πλευρά, η επίμονη ανεργία στο αλβανικό τμήμα αποτελεί ένδειξη “διαρθρωτικής ανεργίας” η οποία συνδέεται με αρκετές αποτυχίες της ελεύθερης αγοράς, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι:
• μια αναντιστοιχία μεταξύ της ζήτησης εργασίας και της προσφοράς και
• μια ανεπαρκής σχέση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της οικονομίας (δηλαδή οι διαθέσιμες δεξιότητες δεν είναι αυτές που απαιτούνται από την αγορά).
Κοινωνική κατάσταση (φτώχεια, ένταξη, υγεία)
Τα κυριότερα ελληνικά αστικά κέντρα στη διασυνοριακή περιοχή είναι εξοπλισμένα με επαρκή υποδομή υγείας, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών νοσοκομείων και των κέντρων υγείας. Η πόλη των Ιωαννίνων φιλοξενεί εγκαταστάσεις υγείας που παρέχουν υπηρεσίες ακαδημαϊκού επιπέδου. Οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις στην ελληνική πλευρά χρησιμοποιούνται σε πολλές περιπτώσεις από πολίτες και από τις δύο πλευρές των συνόρων, καθώς τα νοσοκομεία στην Αλβανία αντιμετωπίζουν ελλείψεις στον εξοπλισμό. Ωστόσο, αυτές οι διασυνοριακές σχέσεις αντιμετωπίζονται με βάση και είναι απαραίτητη η περαιτέρω βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Η συνεχιζόμενη φτώχεια στην αλβανική πλευρά και η επίθεση της φτώχειας στην ελληνική πλευρά – λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης – καθιστούν κρίσιμη την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες για τις ευάλωτες ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των φτωχών και περιθωριοποιημένων ομάδων). Επιπλέον, η βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου, η μείωση της ανεργίας, η επίτευξη υψηλότερων εισοδημάτων και τα ευρύτερα επίπεδα κοινωνικής ένταξης, είναι βασικά θέματα του προγράμματος.
Εκπαίδευση, δια βίου μάθηση
Όλες οι περιφέρειες που συμμετέχουν στην περιοχή διασταυρούμενων τάξεων παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης από ό, τι το μέσο όρο της ΕΕ28 το 2012, όπως εκφράζεται από τον δείκτη που αντιπροσωπεύει το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 25-64 ετών που έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή τα επίπεδα διεθνούς τυποποιημένης ταξινόμησης των εκπαιδευτικών (ISCED) 5-6. Ωστόσο, υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των ελληνικών και αλβανικών περιοχών. Οι ελληνικές περιφέρειες παρουσιάζουν σχετικά υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης (κατά περισσότερο από 10 ποσοστιαίες μονάδες) από τις αλβανικές περιοχές. Ωστόσο, τα εκπαιδευτικά επίπεδα στο αλβανικό τμήμα είναι περίπου σε εθνικό επίπεδο, ενώ στο ελληνικό τμήμα είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον αντίστοιχο εθνικό μέσο όρο.
Τα επίπεδα εκπαίδευσης σχετίζονται στενά με τα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου. Η στατιστική “Πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης και της κατάρτισης” (πρώην “πρόωρα άτομα που εγκαταλείπουν το σχολείο”) υποδηλώνει ότι το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-24 ετών έχει αποκτήσει κατώτερη βαθμίδα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και δεν συμμετέχει πλέον σε περαιτέρω εκπαίδευση ή κατάρτιση και χρησιμοποιείται για τη μέτρηση “Ποσοστά εγκατάλειψης”.
Επί του παρόντος, περίπου το ένα τρίτο όλων των ευρωπαϊκών περιφερειών δεν πληρούν αυτό το κριτήριο. Μεταξύ των ελληνικών περιφερειών που συμμετέχουν στην περιοχή του προγράμματος, τα χαμηλότερα ποσοστά εγκατάλειψης για το έτος 2013 καταγράφονται στη Δυτική Μακεδονία, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα επίπεδα εκπαίδευσης βελτιώνονται σταδιακά και τα υψηλότερα στις Νήσους Ιωνίας, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα χαμηλά εκπαιδευτικά επίπεδα επιμένουν.
Διάρθρωση Προγράμματος
Η δεκαετής αναπτυξιακή στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Ευρώπη 2020» δεν είναι απλώς ένα εργαλείο για την αντιμετώπιση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης που πλήττει ακόμη πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες αλλά αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των ελλείψεων του αναπτυξιακού μοντέλου της ΕΕ και στη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών για μια έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Το πρόγραμμα διασυνοριακής συνεργασίας Interreg IPA II “Ελλάδα-Αλβανία 2014-2020” συμβάλλει στην επίτευξη των βασικών στόχων για έξυπνη ανάπτυξη, βιώσιμη ανάπτυξη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη ως εξής:
Όσον αφορά τον στόχο έξυπνης ανάπτυξης:
• Έξυπνη ανάπτυξη: υποστηρίζοντας την κατασκευή βασικών υποδομών μεταφορών και εφαρμογών τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ), επιχειρηματικής υποδομής και επιχειρηματικών υπηρεσιών, καθώς και την ανάπτυξη του τουρισμού – που αποτελεί βασικό τομέα για όλα τα διασυνοριακά παραγωγικά συστήματα.
Όσον αφορά τον στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης:
• Βιώσιμη ανάπτυξη: υποστηρίζοντας την κατασκευή της διαχείρισης των υδάτων και των αποβλήτων των υποδομών και της προώθησης της προστασίας του περιβάλλοντος, της προσαρμογής στις κλιματικές αλλαγές και της πρόληψης των κινδύνων, της αειφόρου χρήσης των φυσικών πόρων και της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Όσον αφορά τον στόχο «ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς» :
• Η ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς υποστηρίζεται μόνο έμμεσα, καθώς δεν υπάρχει συγκεκριμένος στόχος που να ασχολείται με την κοινωνική ένταξη και τα θέματα ανθρωπίνων πόρων. Αντ’ αυτού, το πρόγραμμα υιοθετεί την προσέγγιση ότι αυτά τα ζητήματα θα αντιμετωπιστούν με την ενεργό προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Το Πρόγραμμα Συνεργασίας INTERREG IPA II “Ελλάδα-Αλβανία 2014-2020”
συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και εθνικούς πόρους των χωρών που συμμετέχουν σε αυτό
This webpage has been produced with the financial assistance of the European Union. The contents of the webpage are sole responsibility of Chamber of Grevena and can in no way be taken to reflect the views of the European Union, the participating countries the Managing Authority and the Joint Secretariat.
The Cooperation Programme INTERREG IPA II «Greece-Albania 2014-2020» is co-funded by the European Regional Development Fund (ERDF) and national funds of the countries partcipating in it